21/7/08

ΠΑΝΕ ΝΑ ΚΑΤΑΣΧΕΣΟΥΝΕ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΜΩΡΕ !!!


Έβρεχε κείνο το απόγιομα στην Εκάλη. Η βροχή έσκαγε με δύναμη πάνω στα τσίγκια στις στέγες των φτωχόσπιτων, σε πολλά έμπαινε και μέσα, τρέχανε με τους κουβάδες τα γυναικόπαιδα να τα μαζέψουνε. Τα σκυλιά αλυχτούσανε από το πρωί σαν κάτι να είχανε αισθανθεί, ενώ ο παπαγάλος του μπαρμπα Μανώλη του γκαβού ήτονε βουβός και τα μάτια του υγρά.

Τότε μέσα στην καταιγίδα και τον αλαλαγμό μιά ακριβή κούρσα από αυτές τις μακρυές με τα γυαλισμένα φτερά σταμάτησε στην πλατεία έξω από τον καφενέ του κυρ Μήτσου. Μέσα παίζανε δηλωτή πεντέξη παληκάρια που αψηφίσανε το αστραπόβροχο και πίνανε βερεσέ βαρύ γλυκούς με τρείς φουσκάλες. Ένας κουστουμαρισμένος με γυαλιά χρυσά, ξερακιανός με γαμψή μύτη κατέβηκε από την κούρσα και μπήκε μες τον καφενέ.

Στα χέρια του κρατούσε τσάντα δερμάτινη, τριμένη από την πολυκαιρία ενώ κούτσαινε ελαφρά από το αριστερό πόδι.

"Ψάχνω το Μάκη" είπε "που μένει ;"

Ο κυρ Μήτσος πάγωσε. Δεν του άρεσε το ύφος του κουστουμαρισμένου. Ήξερε τόσα χρόνια στο κουρμπέτι μεγαλωμένος στις παράγκες της Εκάλης και τα χαμόσπιτα από μιά σταλιά παιδί ότι άμα εμφανιζότανε κουστουμαρισμένος στην γειτονιά δεν ήτονε γιά καλό.

"Τι τον θες" αποκρίθηκε κοφτά ο κυρ Μήτσος.

"Έχω μιά διαταγή γιά κατάσχεση του σπιτιού του, χρώσταγε κάτι λεφτά" είπε ο κουστουμαρισμένος.

"Τι λες ωρέ ; Τι να κατασχέσεις από δαύτο ; Τέσσερα κοντραπλακέ με ένα τσίγκο είναι και μιά ξυλόσομπα που κι αυτή βερεσέ την έχει πάρει" είπε αγριεμένος ο καφετζής.

Τον αγαπούσανε τον Μάκη στην παραγκούπολη της Εκάλης. Πρώτος στη ζεμπεκιά, λεβέντης ασίκης και ντερμπεντέρης δεν το μπορούσε το άδικο και πάντα ήτονε μπροστάρης τους αγώνες γιά την εργατιά και τη φτωχολογιά. Δούλευε ματσακόνι κάτω στα καρνάγια στην Ερυθραία μάστορας πρώτος δεν του έβγαινε κανείς στο ματσακόνι.

"Άκου καφετζή, δεν έχω χρόνο γιά χάσιμο, αν ξέρεις λέγε αλλιώς άντε γειά" είπε ο κλητήρας.

"Δεν ξέρω, σήκω φύγε" αποκρίθηκε ο κυρ Μήτσος αγριεμένος.

Ο κουστουμαρισμένος μπήκε στη κούρσα και έφυγε με κωλιά. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει με ακόμη περισσότερη δύναμη πάνω στα τσίγκια της παραγκούπολης, λες και ήθελε να τα τρυπήσει. Πάνω στο λόφο πίσω από την εκκλησιά του Αη Γιώργη ένα τσακάλι ούρλιαζε ενώ τέσσερεις καβαλάρηδες έμπαιναν στην πόλη. Όλη αναγνώρισαν τον θρυλικό Τζιμ Άνταμς και τους φίλους του : Τον Τσιπιρίπο, τον Πεπίτο Γκονζάλες και την Ντιάνα Μόρισον. Ο σερίφης έτρεξε να τους υποδεχθεί με τον βοηθό του.

Στο μεταξύ ο κυρ Μήτσος ο καφετζής μόλις ο κλητήρας έφυγε, πέταξε πέρα την ποδιά και είπε στα παληκάρια που παίζανε δηλωτή πίνοντας βερεσέ καφέ :

"Πάω να ειδοποιήσω τον Μάκη το νου σας στο μαγαζί"

Έτρεξε προς την εκκλησιά. Βρήκε τον Παπαθόδωρα που ετοιμαζόντανε γιά ένα μνημόσυνο.

"Παπαθόδωρα βάρα τις καμπάνες, πάνε να κατασχέσουνε το σπίτι του Μάκη μωρέ !!!" είπε λαχανιασμένος και μούσκεμα από τη βροχή στον παπά.

"Τι λες ωρέ αντίχριστε, μίλα καθαρά, ποιός και γιατί ;" βροντοφώναξε ο Παπαθόδωρας.

εν ξέρω πολλά, χρώσταγε λέει, ήρθε ένας κουστουμαρισμένος στον καφενέ και τον έψαχνε" απάντησε ο καφετζής.

"Θα βαρέσω τις καμπάνες, να μαζευτεί εδώ όλη η γειτονιά να δούμε τι θα κάνουμε. Ο Μάκης τώρα θα είναι στα καρνάγια στην Ερυθραία στείλε ένα παιδί, ένα γρήγορο να τον ειδοποιήσει αντίχριστε".

Το πλάνο δίχνει έναν πιτσιρικά να τρέχει μέσα στη βροχή. Βρίσκει τον Μάκη στο καρνάγιο και τον ειδοποιεί. Δεν ακούμε ομιλίες παρά μόνο μιά μουσική αγωνίας. Η κάμερα ζουμάρει πάνω στο πρόσωπο του Μάκη που έχει μιά έκφραση οδυρμού ενώ τρέμει το κάτω χείλος του σαν του Γιώργου Φούντα. Η κάμερα γυρίζει, φεύγει από το πρόσωπο του Μάκη και εστιάζει πάνω στο σκελετό ενός ψαροκάικου στο καρνάγιο. Από πίσω βγαίνει ο Γιάννης Πουλόπουλος με μιά κιθάρα και τραγουδά :


Άπλωσε το μεσονύχτι το γλυκό του δίχτυ
πάνω στη μικρή μας γειτονιά
Ξέχασέ τα όλα τώρα, είναι της αγάπης ώρα
βάλε το κλειδί στην κλειδωνιά

Καμαρούλα μιά σταλιά, δύο επί τρία
κόγχη και λατρεία, τοίχος και φιλιά

Καμαρούλα μιά σταλιά, τοίχος και φιλιά

Φύσα το κερί να σβήσει και να μάς αφήσει
μόνους μες στη νύχτα την καλή
Σφίξου στην καρδιά μου επάνω για να σε ζεστάνω
σα χελιδονάκι, σαν πουλί

Καμαρούλα μιά σταλιά, δύο επί τρία
κόγχη και λατρεία, τοίχος και φιλιά

Καμαρούλα μιά σταλιά, τοίχος και φιλιά


(Θα ξεπεράσω και τον καινούργιο τον Μπάτμαν)

4 ΜΙΛΗΣΑΝ:

mikros fokion 21 Ιουλίου 2008 στις 11:11 μ.μ.  

με συγκινησες βρε παιδακι μου, εχω κατι οικονομιες για ωρα αναγκης που λενε, να τις δωσω να σωσει το παληκαρι το σπιτακι του...
υγ: απο οτι ξερω γενικα σε αυτες τις περιοχες χτιζονται κατι κολοσπιτα ή κανω λάθος;

Stepas 22 Ιουλίου 2008 στις 5:20 μ.μ.  

Αυτή η ειδησάρα http://uzuburu-buru.blogspot.com/2008/07/gw-bush-wc-bush.html πώς και σου ξέφυγε;Εσύ επρεπε να τη σχολιάσεις να πεθάνουμε στα γέλια.

Ανώνυμος 22 Ιουλίου 2008 στις 7:43 μ.μ.  

Eisai foveros!!! Se anakalypsa simera apo to zizanio21!!! Eisai to kalytero blog!!!!! Synexise arxige!!!

NISPELL 26 Ιουλίου 2008 στις 3:48 μ.μ.  

ΝΑ Προσφερω τον Οβολο μου,Πως και 'Που,να Κανουμε κατι,να Υσηχασουμε Μια& Καλη,Λευτερια στον Μακη μας,
Nispell

  © Blogger template 'Morning Drink' by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP