ΠΑΡ΄ ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ ΜΑΣ ΠΑΡ΄ ΤΟ ΓΕΡΑΝΙ ΜΑΣ ΣΤΗ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ ΠΙΑ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΖΩΗ
Ο Θόδωρας και η Μάρα ζούσανε στη Δραπετσώνα σχεδόν κάτω από το φουγάρο της ΔΕΗ. Μιά παράγκα 2 επί 3, 25 εκατοστά και 4 χιλιοστά στέγαζε τα όνειρα τους γιά μιά καλύτερη ζωή. Φτώχια και των γονέων που λένε, βρώμαγε το χνώτο τους από την πείνα μιά σκατίλα έντονη, βάζανε χρέος την KOLYNOS στο μπακάλη να πλένουνε κάθε τρεις και λίγο το στόμα τους.
Ένα τραπέζι δυό καρέκλες μιά ξυλόσομπα και ένας καναπές αγγλικού στιλ, με σκελετό από φουρνιστή οξιά που είχανε πάρει από τον Εγγλεζάκη με δόσεις ήτανε όλο κι όλο το βιός τους. Τηλεόραση δεν είχανε μόνο ένα ραδιόφωνο παγκοσμίου λήψεως που είχε βρει ο Θόδωρας σε κάτι σκουπίδια στη Φιλοθέη και το επισκεύασε βάζοντας υποθήκη τον καναπέ.
Δημοσιογράφοι και οι δυό τους δουλεύανε σαν τα σκυλιά ολημερίς και ολονυχτίς στο ρεπορτάζ γιά ένα κομμάτι ψωμί και λίγο κεφαλογραβιέρα Αμφιλοχίας συν δυό ελιές θρούμπες, τις οδοντογλυφίδες τις κλέβανε από ταβέρνες το ούζο βερεσέ στον κυρ Μήτσο στην Κρεμμυδαρού.
Σπουδαγμένη η Μάρα, την είχε στείλει ο πατέρας της στα Λονδίνα και σπούδασε στο Σίτι, δουλεύοντας αυτός και η μάνα της όπου βρίσκανε, από σκάλες μέχρι πιάτα και από μαλαστούπα στα φανάρια έως φορτιστές κινητών μαιμού και ανθοστήλες στα φανάρια επίσης. Ο Θόδωρας με το ζόρι έβγαλε το ¨Εργαστήρι" χρώσταγε ακόμη δυόμιση μήνες του στείλανε κι εξώδικο να του πάρουνε τον καναπέ. Πήρε και ένα πτυχίο με αλληλογραφία από το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, δεν ήταν λίγες εκείνες οι φορές που από την πείνα και την ανέχεια δεν είχε σάλιο να κολλήσει το γραμματόσημο αλλά ούτε και λεφτά να το αγοράσει και έστελνε τις εργασίες με περιστέρι. Καμιά φορά του στέλνανε οι γονείς του από την Κυπαρισσία λίγο λάδι, κανένα καρβέλι ψωμί και λίγα τορτελίνια με τυρί και την έβγαζε.
Καλά παιδιά και οι δυό τους εργατικά, μαχητές και αδέκαστοι του γραπτού λόγου δεν αργήσανε να πιάσουνε δουλειές στην ντελεόραση που την έλεγε και η γριά Δημητρούλα η γειτόνισσα τους στη Δραπετσώνα. Μαζί λοιπόν κινήσανε γιά το ΜΕΓΚΛΑ ΤΣΑΝΕΛΕ το μεγάλο το τρανό το κανάλι, φτύνανε αίμα στα πλατά, τα πλατώ που λένε και βάζανε κάτι γνωστούς να τους γράφουνε στα βίντεα να φτιάξουνε αρχείο γιατί όπως είπαμε τηλεόραση δεν είχανε. Αργότερα όταν πήρανε αύξηση αγόρασανε μιά τηλεόραση ασπρόμαυρη μεταχειρισμένη που είχε μόνο ήχο, αλλά από ολότελα ...
Γνωριστήκανε όταν ο Θόδωρας δούλευε στην Ελεύθερη Τρύπα και η Μάρα στο ράδιο στον 902/ το κιλό που την είχε χώσει ο πατέρας της που ήτανε και στέλεγχος ιστορικό. Τα παιδιά όμως δουλεύανε. Δουλεύανε σκληρά και όλο και ανεβαίνανε. Η φτώχια όμως παρέμενε και τους έτρωγε τα σωθικά. Το μόνο που μπορέσανε να κάνουνε με τα λίγα χρήματα που πήραν αύξηση ήταν να φύγουνε κάτω από το φουγάρο και να πάνε 23 μέτρα πιό πέρα που όμως ήταν πιό ακριβά τα νοίκια.
Μιά μέρα όλα αλλάξανε όμως. Ήτανε ένα χειμωνιάτικο πρωί, έβρεχε κι έσκαγε ο τζίτζικας, το χιόνι έπεφτε πυκνό, ο βοριάς έσκουζε, η ομίχλη είχε σκεπάσει τα πάντα, ποτάμι πήγαινε το δρωτάρι από το μέτωπο, καίγανε οι λαμαρίνες στο σπίτι, μας έσφιγγε το Κούρο Σίβο σαν μιά ζώνη κι εσύ κοιτάς ακόμη απάνω απ΄το τιμόνι. Η κυρά Καλλιόπη από την ΕΒΓΑ δίπλα χτύπησε την πόρτα του φτωχικού τους. Κάποιος Κώστας ζήταγε τον Θόδωρα στο τηλέφωνο.
Σε λίγο καιρό ο Θόδωρας και η Μάρα χαθήκανε από τη Δραπετσώνα και το φουγάρο έμεινε βουβό κι αγέρωχο. Κανείς εκεί δεν έμαθε τι απέγιναν. Μόνο οι διηγήσεις της κυρά Καλλιόπης της εβγατζούς μείνανε σαν παραμύθι γιά την Μάρα που μόλις τελείωσε ο Θόδωρας το τηλεφώνημα με αυτόν τον κύριο Κώστα αμέσως καπάκι πήγε αυτή και τηλεφώνησε στον κυρ Μήτσο το μπακάλη. Του΄πε λέει ότι θα έρθει να του ξωφλήσει όλα τα βερεσέδια και του παρήγγειλε φέτα από την ακριβή καθώς ένα ζαμπονάκι ZWAN.
Αργότερα μετά από χρόνια όταν ήρθε η τηλεόραση στη Δραπετσώνα μάθανε όλοι ποιός ήτανε αυτός ο κύριος Κώστας και που είχανε πάει η Μάρα με το Θόδωρα. Το φουγάρο συνέχιζε να στέκει εκεί βουβό, αγέρωχο και ευθυτενές ενώ ένα δάκρυ κάποιοι σαν να είδαν να κυλάει από την κορφή του.
Ένα τραπέζι δυό καρέκλες μιά ξυλόσομπα και ένας καναπές αγγλικού στιλ, με σκελετό από φουρνιστή οξιά που είχανε πάρει από τον Εγγλεζάκη με δόσεις ήτανε όλο κι όλο το βιός τους. Τηλεόραση δεν είχανε μόνο ένα ραδιόφωνο παγκοσμίου λήψεως που είχε βρει ο Θόδωρας σε κάτι σκουπίδια στη Φιλοθέη και το επισκεύασε βάζοντας υποθήκη τον καναπέ.
Δημοσιογράφοι και οι δυό τους δουλεύανε σαν τα σκυλιά ολημερίς και ολονυχτίς στο ρεπορτάζ γιά ένα κομμάτι ψωμί και λίγο κεφαλογραβιέρα Αμφιλοχίας συν δυό ελιές θρούμπες, τις οδοντογλυφίδες τις κλέβανε από ταβέρνες το ούζο βερεσέ στον κυρ Μήτσο στην Κρεμμυδαρού.
Σπουδαγμένη η Μάρα, την είχε στείλει ο πατέρας της στα Λονδίνα και σπούδασε στο Σίτι, δουλεύοντας αυτός και η μάνα της όπου βρίσκανε, από σκάλες μέχρι πιάτα και από μαλαστούπα στα φανάρια έως φορτιστές κινητών μαιμού και ανθοστήλες στα φανάρια επίσης. Ο Θόδωρας με το ζόρι έβγαλε το ¨Εργαστήρι" χρώσταγε ακόμη δυόμιση μήνες του στείλανε κι εξώδικο να του πάρουνε τον καναπέ. Πήρε και ένα πτυχίο με αλληλογραφία από το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, δεν ήταν λίγες εκείνες οι φορές που από την πείνα και την ανέχεια δεν είχε σάλιο να κολλήσει το γραμματόσημο αλλά ούτε και λεφτά να το αγοράσει και έστελνε τις εργασίες με περιστέρι. Καμιά φορά του στέλνανε οι γονείς του από την Κυπαρισσία λίγο λάδι, κανένα καρβέλι ψωμί και λίγα τορτελίνια με τυρί και την έβγαζε.
Καλά παιδιά και οι δυό τους εργατικά, μαχητές και αδέκαστοι του γραπτού λόγου δεν αργήσανε να πιάσουνε δουλειές στην ντελεόραση που την έλεγε και η γριά Δημητρούλα η γειτόνισσα τους στη Δραπετσώνα. Μαζί λοιπόν κινήσανε γιά το ΜΕΓΚΛΑ ΤΣΑΝΕΛΕ το μεγάλο το τρανό το κανάλι, φτύνανε αίμα στα πλατά, τα πλατώ που λένε και βάζανε κάτι γνωστούς να τους γράφουνε στα βίντεα να φτιάξουνε αρχείο γιατί όπως είπαμε τηλεόραση δεν είχανε. Αργότερα όταν πήρανε αύξηση αγόρασανε μιά τηλεόραση ασπρόμαυρη μεταχειρισμένη που είχε μόνο ήχο, αλλά από ολότελα ...
Γνωριστήκανε όταν ο Θόδωρας δούλευε στην Ελεύθερη Τρύπα και η Μάρα στο ράδιο στον 902/ το κιλό που την είχε χώσει ο πατέρας της που ήτανε και στέλεγχος ιστορικό. Τα παιδιά όμως δουλεύανε. Δουλεύανε σκληρά και όλο και ανεβαίνανε. Η φτώχια όμως παρέμενε και τους έτρωγε τα σωθικά. Το μόνο που μπορέσανε να κάνουνε με τα λίγα χρήματα που πήραν αύξηση ήταν να φύγουνε κάτω από το φουγάρο και να πάνε 23 μέτρα πιό πέρα που όμως ήταν πιό ακριβά τα νοίκια.
Μιά μέρα όλα αλλάξανε όμως. Ήτανε ένα χειμωνιάτικο πρωί, έβρεχε κι έσκαγε ο τζίτζικας, το χιόνι έπεφτε πυκνό, ο βοριάς έσκουζε, η ομίχλη είχε σκεπάσει τα πάντα, ποτάμι πήγαινε το δρωτάρι από το μέτωπο, καίγανε οι λαμαρίνες στο σπίτι, μας έσφιγγε το Κούρο Σίβο σαν μιά ζώνη κι εσύ κοιτάς ακόμη απάνω απ΄το τιμόνι. Η κυρά Καλλιόπη από την ΕΒΓΑ δίπλα χτύπησε την πόρτα του φτωχικού τους. Κάποιος Κώστας ζήταγε τον Θόδωρα στο τηλέφωνο.
Σε λίγο καιρό ο Θόδωρας και η Μάρα χαθήκανε από τη Δραπετσώνα και το φουγάρο έμεινε βουβό κι αγέρωχο. Κανείς εκεί δεν έμαθε τι απέγιναν. Μόνο οι διηγήσεις της κυρά Καλλιόπης της εβγατζούς μείνανε σαν παραμύθι γιά την Μάρα που μόλις τελείωσε ο Θόδωρας το τηλεφώνημα με αυτόν τον κύριο Κώστα αμέσως καπάκι πήγε αυτή και τηλεφώνησε στον κυρ Μήτσο το μπακάλη. Του΄πε λέει ότι θα έρθει να του ξωφλήσει όλα τα βερεσέδια και του παρήγγειλε φέτα από την ακριβή καθώς ένα ζαμπονάκι ZWAN.
Αργότερα μετά από χρόνια όταν ήρθε η τηλεόραση στη Δραπετσώνα μάθανε όλοι ποιός ήτανε αυτός ο κύριος Κώστας και που είχανε πάει η Μάρα με το Θόδωρα. Το φουγάρο συνέχιζε να στέκει εκεί βουβό, αγέρωχο και ευθυτενές ενώ ένα δάκρυ κάποιοι σαν να είδαν να κυλάει από την κορφή του.
4 ΜΙΛΗΣΑΝ:
Συγχαρητήρια φίλε μου.
Συγχαρητήρια.
Δάκρυα κυλήσαν απ' τα μάτια μου, αχ μάτια μου... Αχ μάτια μου!!!
Χαχαχαχα! Είσαι απίστευτος!!!
Πάλι ηλίθιο λινκ έβαλα στο όνομα!
Μάλλον φταίει η συγκίνηση από το δράμα του Θόδωρα και της Μάρας!
Δημοσίευση σχολίου